Νοσεί το σώμα μας και καθώς είναι εμφανές, μπορούμε να το αγγίξουμε, ορθώς τρέχουμε στον ορθοπαιδικό, στον καρδιολόγο, στον οδοντίατρο κλπ.
Όταν όμως νοσεί η ψυχή μας τι γίνεται; Δεν είναι ορατό. Ποιος το βλέπει; Και κυρίως ποιο άτομο θέλουμε να το βλέπει; Κάποιες φορές ούτε ο ίδιος μας ο εαυτός αλλά φυσικά ούτε και οι γύρω μας.
Αυτό συμβαίνει επειδή η κοινωνία έχει εκπαιδευτεί στο να στιγματίζει κάθε τι το διαφορετικό. Καθώς το στιγματίζει, κάνει και το ίδιο το άτομο να νιώθει ντροπή και ευθύνη για αυτό που τον τυραννάει.
Τι είναι το στίγμα
Το στίγμα ως έννοια σημαίνει ότι αφήνει σημάδι ανεξίτηλο, και πρόκειται για μια λέξη που υπάρχει ήδη από την εποχή του Ησιόδου. Προέρχεται από το ρήμα «στίζω» που σημαίνει κεντώ. Σημειολογικά, ο κοινωνιολόγος Erving Goffman ο οποίος ασχολήθηκε εκτενώς με την κοινωνιολογία της ψυχικής ασθένειας, το όρισε εύστοχα ως «ανεπιθύμητη και δυσφημιστική ιδιότητα που αποδίδεται στο άτομο και του στερεί την πλήρη κοινωνική αποδοχή, αναγκάζοντάς το παράλληλα να αποκρύπτει την αιτία αυτής της αρνητικής αντιμετώπισης".
Καθώς η σωματική νόσος είναι ορατή και απτή, η ψυχική νόσος είναι κάτι μη χειροπιαστό, κάτι ασαφές, άρα άγνωστο, κι έτσι φοβίζει. Εάν ορίσουμε τον εαυτό μας ως φυσιολογικό, ένα ψυχικά ασθενές άτομο αυτόματα ξεφεύγει από την «νόρμα» και παραγκωνίζεται από τις κοινωνικές ομάδες.
Η ψυχική νόσος επηρεάζει όλη την ζωή του ατόμου. Αυτά που βιώνει είναι πολύ δύσκολο πολλές φορές να τα κατανοήσει και να τα ονοματίσει. Και στη συνέχεια δύσκολο βήμα είναι και η αναζήτηση βοήθειας. Ένα πραγματικά πολύ σημαντικό βήμα.
Συχνά οι προκαταλήψεις ή οι στερεοτυπικές αντιλήψεις στέκονται τροχοπέδη σε έναν άνθρωπο που θέλει να βοηθηθεί για να μην απομονωθεί.
Έτσι είναι αντιφατικό σήμερα να μιλάμε για αποϊδρυματισμό, για ένταξη του ατόμου ως ισότιμου πολίτη με δικαιώματα, και δυστυχώς μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των σοβαρά ψυχικά ασθενών στον κόσμο, να ζει σε κοινοτικούς θεσμούς προστασίας.
Οι υπόλοιποι ζουν μεν ενταγμένοι στην κοινότητα αλλά στην πραγματικότητα αποκλεισμένοι και στιγματισμένοι. Η μόνη τους στήριξη, που και αυτή δεν είναι δεδομένη, είναι το οικογενειακό τους περιβάλλον που και αυτό κουβαλά ένα μεγάλο φορτίο. Το φορτίο του να προστατεύσει το αδύναμο μέλος αλλά και να προσπαθεί να ζει κρυμμένο από τα σχόλια, από το καλυμμένο οίκτο των υπολοίπων, και να ανταπεξέρχεται σε διακριτικές συμπεριφορές.
Έτσι, το στίγμα φτάνει να θεωρείται και ως «δεύτερη νόσος». Διότι αν το άτομο αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και φόβο, συχνά δυστυχώς αυτή την δυσπιστία και τον φόβο τα κάνει δικά του κομμάτια και χαρακτηριστικά. Που σημαίνει ότι το στίγμα συμβαδίζει με την αρχική διαταραχή και δυσκολεύει την διάγνωση και την θεραπεία.
Ο ψυχικά ασθενής παλεύει να κρατήσει την αυτοεικόνα και αυτοεκτίμηση χωρίς να τα καταφέρει. Και το ίδιο κάνει και η οικογένεια. Η ντροπή ως συναίσθημα που προκαλείται από αυτό είναι τέτοια που τελικά αποδέχονται την κατάσταση τους, και απομονώνονται.
Η επαρκής και έγκυρη πληροφόρηση από όλους τους κοινωνικούς θεσμούς (το σχολείο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και προγράμματα υποστηρικτικά στο άτομο και το οικογενειακό του περιβάλλον) μπορούν να λειτουργήσουν ως προστατευτική ασπίδα και ασπίδα καταπολέμησης του στίγματος και του αποκλεισμού. Και αυτό είναι να έχει χώρο μέσα στην καθημερινότητα μας, όχι ως παρέμβαση μόνο.
Η επικοινωνία της κοινωνίας με τα ευάλωτα μέλη της είναι να δημιουργεί συνεχώς βάσεις αλληλεγγύης και κατανόησης.
Είναι τέλος, αυτή η αισιόδοξη ματιά που πολλές φορές φαίνεται σε πολλά νέα παιδιά που αναζητούν θεραπεία για ό,τι τους δυσκολεύει. Ό,τι νοιώθουν καλά που αναζητούν βοήθεια, ότι δεν ντρέπονται να το επικοινωνήσουν και να το μοιραστούν και το συζητάνε απλά και φυσικά με το περιβάλλον τους. Αυτό μάλλον είναι και η ελπίδα που χρειάζεται εν τέλει.