Αναζητώντας τη χαμένη ισορροπία έρχεται κανείς αντιμέτωπος με το ερώτημα ή ίσως και την αναγκαιότητα να απευθυνθεί σε έναν ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή, να δοκιμάσει να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα, αναζητώντας μια βοήθεια ώστε να τα ανασυντάξει και να τα διαχειριστεί.
Η στροφή προς κάποιον άλλον που θα προσφέρει υποστήριξη σε θέματα ψυχικά, είναι μια κίνηση ιδιότυπη. Προϋποθέτει την αναγνώριση ότι κάτι μου λείπει και χρειάζεται να απευθυνθώ στον ειδικό για να με βοηθήσει να το αναζητήσω. Κι ενώ σε θέματα ιατρικά που αφορούν οργανική κατάσταση ή σωματικό πόνο η κίνηση αυτή είναι λίγο – πολύ αυτονόητη, όταν αφορά τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, μια τέτοια απόφαση είναι συνήθως συνυφασμένη με δισταγμό και αμηχανία. Πρωτίστως γιατί η παραδοχή ότι δεν μπορώ να διαχειριστώ αυτό που αισθάνομαι κινητοποιώντας τις δικές μου δυνάμεις, βιώνεται ως προσωπική ήττα. Αποτελεί μια αμφισβήτηση της εικόνας που επιθυμώ να διατηρήσω για τον εαυτό μου και επιβεβαιώνει μια αίσθηση αδυναμίας σε σχέση με αυτό που θα «έπρεπε» να μπορώ.
Μια από τις συνήθεις δυσκολίες που προβάλλει κανείς στο να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία είναι η χρηματική υποχρέωση που συνεπάγεται. Αν και πρόκειται για έναν αντικειμενικό δισταγμό αναφορικά με μια σταθερή οικονομική επιβάρυνση, ωστόσο αντανακλά συμβολικά και μια δυσκολία του ατόμου να δεσμευθεί όχι μόνο οικονομικά αλλά και σε συναισθηματικό επίπεδο. Το πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, με τις προκαθορισμένες συναντήσεις ως προς τη μέρα, τη συχνότητα και το χώρο συνιστά μια σταθερή σχέση προς ένα άλλο πρόσωπο, που συνεπάγεται το να σκεφτούμε, να θέσουμε ερωτήματα και να πάρουμε θέση σε όσα καινούρια διαπιστώσουμε.
Στην ψυχοθεραπεία καλούμαστε να μιλήσουμε για τον εαυτό μας, για όσα μας πιέζουν ή μας στενοχωρούν, που ίσως έχουμε συνηθίσει να αποφεύγουμε, να προσπερνάμε ή να μοιραζόμαστε μόνο με τους πολύ κοντινούς μας. Είναι μια σιωπηρή δέσμευση στο να έρθουμε αντιμέτωποι με όσα μας δυσκολεύουν, να ανακαλύψουμε νέους τρόπους διαχείρισης και ερμηνείας ώστε να αλλάξουμε όσα δεν μας ικανοποιούν.
Προϋποθέτει επομένως ένα επίπεδο εμπιστοσύνης που πολλές φορές δυσκολευόμαστε να αναπτύξουμε προς κάποιον άλλον. Συνεπάγεται αντίστοιχα μια αυτό-αποκάλυψη απέναντι σε κάποιον που δεν γνωρίζουμε, αλλά και ένα βαθμό ειλικρίνειας, που με αφορμή την παρουσία του ψυχοθεραπευτή, καλούμαστε να υιοθετήσουμε κυρίως απέναντι στον εαυτό μας. Ωστόσο, στη διαδικασία αυτή, το άτομο δεν απογυμνώνεται στα μάτια κάποιου άλλου, αλλά κυρίως στα δικά του μάτια, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Και οι αλήθειες που θα ομολογήσει, ή που φοβάται ότι θα ανακαλύψει, συνίστανται σε όλα τα μικρά και μεγάλα «μυστικά», τους φόβους, τις αγωνίες, το θυμό ή την απογοήτευση που έχει ενίοτε προσπαθήσει να συγκαλύψει ή να αποφύγει. Στοιχεία που ωστόσο συνιστούν την αίσθηση του ποιος είναι, τις επιλογές του και τον τρόπο που ζει.
Η ιδέα της αυτό-αποκάλυψης είναι αναπόφευκτα συνυφασμένη με το φόβο της ανατροπής, μιας αλλαγής που μπορεί να αντιλαμβανόμαστε ως χρήσιμη και ίσως εν μέρει επιθυμητή αλλά την ίδια στιγμή άγνωστη και γι' αυτό τρομακτική.
Στο ενδεχόμενό της, είμαστε αντιμέτωποι με έναν αποχωρισμό από πράγματα γνώριμα, από συνήθειες μακροχρόνιες, με τις οποίες είμαστε εξοικειωμένοι. Η αλλαγή είναι ένα άνοιγμα προς το καινούριο αλλά παράλληλα είναι συνδεδεμένη με την αναστάτωση.
Είμαστε γαντζωμένοι γερά στις συνήθειές μας. Ό,τι έχουμε ζήσει ξανά και ξανά, το γνωρίζουμε καλά. Ξέρουμε τι να περιμένουμε ακόμη κι αν αυτό που βιώνουμε δεν είναι πάντα ευχάριστο. Μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα νιώσουμε, πως θα αντιδράσουμε, μας είναι γνώριμο το πώς θα το διαχειριστούμε.
Όταν όμως τα πράγματα αλλάζουν, αισθανόμαστε ότι πρέπει να γίνουμε και εμείς κάτι άλλο. Το ενδεχόμενο λοιπόν να αμφισβητήσει κανείς τα γνώριμα, να αποδυθεί όλο όσα έχει για καιρό αναγνωρίσει ως δικά του, προκαλεί ανησυχία και μια αυθόρμητη επιθυμία να αποφύγει την επικείμενη αλλαγή που μοιάζει να κλονίζει την εικόνα που έχει διατηρήσει για τον εαυτό του και τη ζωή του.
Η διαδικασία της ψυχοθεραπείας συχνά φαντάζει ως μια πορεία που θα μας φέρει αντιμέτωπους με όλα τα αρνητικά μας στοιχεία, αυτά που επιθυμούμε να παραβλέψουμε.
Ωστόσο συνήθως φοβόμαστε αυτό που ήδη γνωρίζουμε. Αυτό που πραγματικά ανακαλύπτει κανείς, είναι τα θετικά του σημεία που αναδύονται στην επιφάνεια και παύουν να είναι αναξιοποίητα όπλα. Αυτά που έχει αγνοήσει ή προσπεράσει και τα οποία θα μπορεί πλέον, γνωρίζοντάς τα, να τα χρησιμοποιήσει ώστε να απολαμβάνει περισσότερο όσα περιλαμβάνει η ζωή του.
Η ψυχοθεραπεία είναι ένας σημαντικός δρόμος προς την επίτευξη αυτού του στόχου.
Παραθέτοντας όλα τα παραπάνω ζητήματα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί κάποιο άτομο δυσκολευόμενο σε κάποια από αυτά τα απαραίτητα στάδια μπορεί να θεωρήσει ότι δεν του ταιριάζει, ή δεν το αντέχει προς στιγμή, και να αποφασίσει να μην τον επιλέξει προσωρινά. Σε κάθε περίπτωση έχει μεγάλη σημασία όμως να γνωρίζει το ίδιο το άτομο το γιατί.
Πίσω